πορτοκαλέα
Смотреть что такое "πορτοκαλέα" в других словарях:
πορτοκαλέα — η, Ν βλ. πορτοκαλιά … Dictionary of Greek
αμυγδαλεώνας — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.697 κάτ.) του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλίππων. * * * και αμυγδαλιώνας και μυγδαλιώνας, ο τόπος κατάφυτος από αμυγδαλιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμυγδαλεώνας < αμυγδαλέα (πρβλ. πορτοκαλέα… … Dictionary of Greek
πορτοκαλεώνας — ο, Ν έκταση με πολλές πορτοκαλιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκαλέα + επίθημα ών(ας) (πρβλ. ελαι ών[ας])] … Dictionary of Greek
πορτοκαλιά — (κίτρο το σινικό ή αουράντιο). Δέντρο της οικογένειας των ρουτιδών (υποοικογένεια νεραντζιών ή αουραντίων). Ο καρπός του, το πορτοκάλι, έχει σάρκα περισσότερο ή λιγότερο υδαρή, γλυκόξινη, και φλοιό κιτρινο πορτοκαλί έως έντονα κόκκινο, ανάλογα με … Dictionary of Greek